- ὀξυλάλος
- ὀξῠ-λάλος [pron. full] [ᾰ], ον,A glib of tongue, Ar. Ra.815 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυλάλος — ὀξυλάλος, ον (Α) 1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος 2. ετοιμόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ λάλος)] … Dictionary of Greek
ὀξυλάλον — ὀξυλάλος glib of tongue masc/fem acc sg ὀξυλάλος glib of tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek